καρίκωμα

καρίκωμα
το [καρικώνω]
μαντάρισμα*, επιδιόρθωση φθαρμένου σημείου τού υφάσματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καρίκωμα — το (λ. ιταλ.), μοντάρισμα: Πόσο σου χρωστάω για το καρίκωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ορούντισμα — και ρούντισμα, το [ορουντίζω] τεχνικό ράψιμο ενός σχισμένου υφάσματος με τρόπο που να μη διακρίνεται εύκολα, καρίκωμα, μαντάρισμα …   Dictionary of Greek

  • μαντάρισμα — το (λ. ιταλ.), η επιδιόρθωση, το καρίκωμα: Το μαντάρισμα της κάλτσας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”